σισύμβριο

σισύμβριο
το / σισύμβριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 150 περίπου είδη ποών που είναι ιθαγενείς τών ευκράτων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 8 είδη, με κυριότερα τα κοινώς γνωστά ως αγριόβρουβα, σκυλλόβρουβα και πικρόχορτο, και που χρησιμοποιούνται στη λαϊκή ιατρική κατά τού ερεθισμού τού λάρυγγα, για την επούλωση πληγών κ.ά.
μσν.-αρχ.
το ποώδες αρωματικό φυτό ηδύοσμος ο φίλυδρος, κν. γνωστό σήμερα ως δυόσμος
αρχ.
1. το κοινώς γνωστό σήμερα ως νεροκάρδαμο ποώδες φαρμακευτικό φυτό
2. είδος γυναικείου κοσμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < θύμβρα* «αρωματικό φυτό» με διαλεκτική εναλλαγή τού θ / σ και αναδιπλασιασμό σι- (πρβλ. σίσαρον, Σί-συφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίσυμβρον — τὸ, Α το φυτό σισύμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού σισυμβριον «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

  • σισύμβρινος — ίνη, ον, ΜΑ παρασκευασμένος από ή με σισύμβριο, δηλαδή δυόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σισύμβριον «είδος φυτού» + κατάλ. ινος (πρβλ. πύρ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σκίμβρον — τὸ, Μ το φυτό σισύμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • σκιλλόβρουβα — και, δ. γρφ., σκυλόβρουβα, η, Ν κοινή ονομασία είδους τού φυτού σισύμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίλλα / σκύλος + βρούβα] …   Dictionary of Greek

  • σκυλόβρουβα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών Sisymbrium polyceratium και Sisymbrium officinale τού γένους σισύμβριο, καθώς και τού Erysimum graecum τού γένους ερύσιμο …   Dictionary of Greek

  • Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”